- εἰργάζετο
- ἐργάζομαιworkimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυραννεύω — ΜΑ μσν. φέρνω πόλεμο σε κάποιον αρχ. 1. είμαι, διατελώ τύραννος πόλης («Ἱππίεω τυραννεύοντος», Ηρόδ.) 2. υπερτερώ, υπερέχω («τυραννεύουσα τῷ κάλλει τῶν ὀμμάτων μίαν αὐτοῑς εἰργάζετο τάσιν τὴν πρὸς αὐτήν», Λιβάν.) 3. μτφ. συμπεριφέρομαι σαν… … Dictionary of Greek